- σκυθρωπός
- 4659 σκυθρωπός{прил., 2}мрачный, сумрачный, угрюмый, унылый, печальный.Ссылки: Мф. 6:16; Лк. 24:17.*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
σκυθρωπός — of sad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… … Dictionary of Greek
σκυθρωπός — ή, ό κατηφής, θλιμμένος: Με κοιτούσε με πρόσωπο σκυθρωπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυθρωπότερον — σκυθρωπός of sad adverbial comp σκυθρωπός of sad masc acc comp sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωποτάτων — σκυθρωπός of sad fem gen superl pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωποτέραις — σκυθρωπός of sad fem dat comp pl σκυθρωποτέρᾱͅς , σκυθρωπός of sad fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωποτέρων — σκυθρωπός of sad fem gen comp pl σκυθρωπός of sad masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπόν — σκυθρωπός of sad masc/fem acc sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότατα — σκυθρωπός of sad adverbial superl σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότατον — σκυθρωπός of sad masc acc superl sg σκυθρωπός of sad neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωποτάτη — σκυθρωπός of sad fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)